- σφοδρῶν
- σφοδρόςvehementfem gen plσφοδρόςvehementmasc/neut gen plσφοδρόςvehementmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
πνευματισμός — Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με… … Dictionary of Greek
ταραντάτα — η, Ν [Τάραντας] ονομασία σφοδρών βορειοδυτικών ανέμων που προέρχεται από τον κόλπο τού Τάραντα και είναι συχνοί κατά τη θερινή περίοδο … Dictionary of Greek
Αιμίμοντος — Βυζαντινή επαρχία του θέματος της Θράκης. Περιλάμβανε τις πόλεις Αδριανούπολη, Αγχίαλο, Πλουτινούπολη, Δερβέτιο και Τζοΐδη. Η Α. υπήρξε τόπος σφοδρών συγκρούσεων των Βυζαντινών με διάφορους επιδρομείς, γι’ αυτό και ήταν ισχυρά οχυρωμένη. Πολλά… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Αλαβανδάρα ή Λαβαντάρα — Θαλάσσια τάφρος μεγάλου βάθους στο ανατολικό τμήμα της Άνδρου, ανάμεσα στα ακρωτήρια Κάρβουλο και Ακαμάτη. Η θέση αυτή είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία που πλέουν εκεί, εξαιτίας των σφοδρών ρευμάτων αέρα και της θαλασσοταραχής που κάνουν την… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
Αχαλτσίχε — Πόλη της Γεωργίας. Πρόκειται για το τουρκικό Ακαλτζίκ, επίκεντρο σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ του ρωσικού και του τουρκικού στρατού, το 1829. Σήμερα είναι αγροτικό και μεταλλευτικό κέντρο της Γεωργίας, στην κοιλάδα του Κουρ, λίγα χιλιόμετρα από τα… … Dictionary of Greek